τρευλίζω

τρευλίζω
Α
βλ. τραυλίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τραυλίζω — ΝΜΑ, και τρευλίζω Α [τραυλός] 1. πάσχω από τραυλισμό, δυσκολεύομαι στην προφορά τού φθόγγου ρω 2. λέω κάτι με τρεμουλιαστή φωνή, κομπιάζω νεοελλ. είμαι βραδύγλωσσος αρχ. (για χελιδόνι) κελαηδώ, τερετίζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”